- ἀρχιγεωργός
- ἀρχι-γεωργός, ὁ,A chief cultivator, POxy.477.4 (ii A.D.), Ostr.Strassb.727.6 (ii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀρχιγεωργέ — ἀρχιγεωργός chief cultivator masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)